ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΤΑΜΑΤΙΑΔΗΣ ΓΙΑ ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΑ
Μια από τις κύριες ιδέες που διέπουν την έναρξη και τη λειτουργία αυτού του Μουσείου ήταν η επιθυμία να επεκταθεί η ορυκτολογική και παλαιοντολογική εμπειρία, πέρα από το αυστηρό πεδίο γνωριμίας με συγκεκριμένες περιοχές που παραδοσιακά, παράγουν και φυλάσσουν ορυκτά και απολιθώματα.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ
Το Μουσείο Σταματιάδης Ορυκτολογίας και Παλαιοντολογίας ιδρύθηκε το 2008, και αποτέλεσε την υλοποίηση ιδεών που οραματίστηκε και καλλιέργησε ο ιδρυτής του, κύριος Πολυχρόνης Ε. Σταματιάδης.
ΣΚΟΠΟΣ
Σκοπός του Μουσείου είναι η προώθηση της Γεωλογικής επιστήμης σε ένα ιδιωτικό χώρο, ένα χώρο εκπαίδευσης και μάθησης με την ταυτόχρονη ευαισθητοποίηση του ανθρώπου ώστε δια της γνώσης να επανέλθει στο σεβασμό της φύσης ως μοναδική πηγή ζωής.
Να κάνει γνωστά τα ορυκτά διαθέτοντας όλες τις γνώσεις του σε όλο και περισσότερους ανθρώπους, κάθε ηλικίας, να τους ωθήσει στο να ασχοληθούν και να αφιερώσουν λίγο χρόνο γνωρίζοντας από κοντά το θαυμαστό κόσμο των πολύτιμων λίθων και απολιθωμάτων, εμπλουτίζοντας σιγά σιγά τις γνώσεις τους για την Ιστορία και εξέλιξη του μοναδικού πλανήτη Γη.
Είναι αλήθεια ότι τα πολλά προβλήματα που βασανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο και προκαλούν τη σύγχυση και το άγχος της εποχής μας, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην απομάκρυνση μας από το φυσικό περιβάλλον.
Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΙΔΡΥΣΗΣ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ
Το Μουσείο Σταματιάδη ορυκτολογίας και παλαιοντολογίας είναι το πρώτο γεωλογικό Μουσείο στην Ρόδο και την Δωδεκάνησο. Η μη ύπαρξη ενός παρόμοιου Μουσείου ήταν μια αξιοσημείωτη έλλειψη για τον τόπο μας. Παρά την πασίγνωστη ορυκτολογική και παλαιοντολογική αξία του ελληνικού υπεδάφους παρόμοια συλλεκτική προσπάθεια δεν εκδηλώθηκε ποτέ στον τόπο μας την Ρόδο.
Πολλά έχουν γραφτεί λίγα έχουν γίνει.
Η ίδρυση ενός τέτοιου μουσείου δεν αφορά μόνο περιοχές που είναι πλούσιες σε μεταλλεύματα αλλά όπου υπάρχει μαθητής και φοιτητής, έμπειρος ή νέος συλλέκτης, φυσιολάτρης ή απλά ένας επισκέπτης που θέλει να δει από κοντά και να θαυμάσει τα δημιουργήματα αυτά της φύσης δίχως να χρειαστεί να μεταβεί σε άλλα μέρη μόνο και μόνο για να τα δει και να πάρει μερικές πληροφορίες ή για να κάνει κάποια εργασία που χρειάζεται στο σχολείο του.
Εδώ μπορεί να έρχεται όποτε επιθυμεί και να ασχολείται αποκομίζοντας γνώσείς, μπορεί να παρακολουθήσει ντοκιμαντέρ στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο εντός του Μουσείου σε μεγάλη οθόνη κινηματογραφικής προβολής ότι αφορά την φύση και το περιβάλλον μας.
Τα σχολεία επίσης μπορούν να οργανώνουν εκπαιδευτικές εκδρομές και να διδάσκουν το μάθημα της γεωλογίας στο χώρο αυτό έτσι ώστε να γίνεται περισσότερο κατανοητή.
ΑΛΛΑ ΜΟΥΣΕΙΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η συλλογή και η περαιτέρω παρουσίαση - είτε υπό μορφή προσωρινής είτε μόνιμης έκθεσης - ορυκτά και απολιθώματα προς το συμφέρον ενός ευρύτερου κοινού είναι κάτι που η Ελλάδα έχει ήδη δει να συμβαίνει στο παρελθόν. Υπάρχουν αξιόλογες συλλογές όπως αυτές που παρουσιάζονται στο Λαύριο, στην Καμάριζα, στον Άγιο Κωνσταντίνο (νησί του Μήλου), στο Μουσείο Κοτσιωμύτη (στο Λυγουριό, Δήμος Ασκληπιείου, στο Τμήμα Αργολίδας, στην Πελοπόννησο) καθώς και εκείνα που εκτίθενται στα μουσεία της Λέσβου και της Κρήτης, έχουν εκτιμηθεί από καιρό και επισκέπτονται επανειλημμένα.
ΒΡΕΙΤΕ ΜΑΣ
Το Μουσείο Σταματιάδη Ορυκτολογίας και Παλαιοντολογίας, βρίσκεται στη Λεωφόρο Ηρακλειδών 33, στο δήμο Ιαλυσού (σε απόσταση 7χλμ από την πόλη της Ρόδου και μόλις 5χλμ από το Διεθνές Αεροδρόμιο Διαγόρας).
ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
Το Μουσείο Σταματιάδη Ορυκτολογίας και Παλαιοντολογίας στεγάζεται στο ισόγειο του PERLA MARINA, μιας σύγχρονης ξενοδοχειακής μονάδας. Τα εκθέματα έχουν τοποθετηθεί σε προθήκες περιμετρικά διατεταγμένες, με τρόπο ώστε να αξιοποιούνται στο έπακρο τα 300 τετραγωνικά μέτρα στα οποία εκτείνονται οι χώροι. Μια σειρά από ευρύτερες προθήκες τοποθετήθηκαν στο κέντρο της περιμέτρου. Αυτές παρουσιάζουν ορυκτά και απολιθώματα που προέρχονται από διάφορες περιοχές της Ελλάδα και του υπόλοιπου κόσμου. Στην έκθεση μπορείτε να δείτε όμορφα δείγματα Αζουρίτη, Μαλαχίτη, εκπληκτικού Καλσίτη και Γαληνίτη μαζί με πολλά ορυκτά χαλκού και μόλυβδου που προέρχονται από διάφορα μέρη της Ελλάδας, φημισμένα για το ορυκτολογικό ενδιαφέρον του εδάφους τους.
Θα δείτε επίσης ορυκτά της Μήλου όπως το Θείο (Sulfur) τον Οψιδιανό (Obsidian) τον Περλίτη (Perlite) τον Μπεντονίτη (Bentonite) και διάφορα άλλα ορυκτά της Σερίφου και της Νάξου. Το Πράσιο (Prassin) ο πράσινος Χαλαζίας πολύ γνωστός για την ποιότητα του παγκοσμίως, ο Βαρύτης (Barite), ο Εδενβεργίτης (Hedenbergite) και ο Γρανάτης (Garnet) είναι από τα πιο γνωστά ορυκτά της Σερίφου.
Από την Νάξο θα δείτε την Σμυρίδα το γνωστό Σμυρίγλι (Amaril) και τον Μαργαρίτη (Margarite). Υπάρχουν επίσης ορυκτά και πετρώματα από την υπόλοιπη Ελλάδα.
Για πρώτη φορά θα εκτεθούν ορυκτά της Ρόδου όπως ο Αρτινίτης (Artinite), o Υδρομαγνησίτης (Ηydromagnesite), ο Οφίτης (Serpentine), Ορεία Κρύσταλλος (Quarz), ο Κροκιδόλιθος (Crocidolite) κ.α.
Μετά από μακροχρόνιες εξερευνήσεις καταφέραμε να συλλέξουμε μεγάλη ποικιλία απολιθωμένων θαλάσσιων οργανισμών πλειοκαινικής περιόδου του Νεογενούς (Neogene) 1,8 έως και 5 εκατομμύρια έτη. Επίσης μέρη από απολιθωμένους κορμούς δένδρων και φυτών, όπως και απολιθώματα κουκουνάρας.
Σε ξεχωριστή προθήκη υπάρχουν οργανισμοί παλαιότερων εποχών όπως Ραδιολίτες (Radiolites), Ιππουρίτες (Hippurites) από την Βοιωτία (80.000.000 έτη), Annonites της Επιδαύρου τριαδικής εποχής (Λαδίνιο) 230.000.000 έτη. Θα δείτε επίσης απολιθωμένα ψάρια από την Βραζιλία (110.000.000 ετών) Κρητιδικής εποχής.
Δεν πρέπει όμως να παραλείψουμε τους Τριλοβίτες από το Μαρόκο ηλικίας 450.000.000 ετών Ορδοβίσιας εποχής, όπως και το κρανίο κροκόδειλου Μειοκαινικής εποχής.
PERLA MARINA APARTMENTS
Το κατάλυμα λειτουργεί ολόκληρο τον χρόνο, www.perlamarina.gr/ ή info@geomuseum.grr και τη θερινή περίοδο με το ταξιδιωτικό πρακτορείο www.sunweb.nl .
Ελληνική Μεταλλουργία
Η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου στον Ελλαδικό χώρο άρχισε ουσιαστικά από τα προϊστορικά χρόνια και συνέβαλε αποφασιστικά στην οικοδόμηση και εξέλιξη όλων των καταπληκτικών πράγματι πολιτισμών που αναπτύχθηκαν σ ’αυτόν. Θα πρέπει όμως να παραδεχθούμε ότι όλες οι σχετικές πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί και αφορούν την προϊστορική περίοδο, δηλαδή από το 2500 π.χ. έως και το 1125 π.χ. είναι μάλλον φτωχές.
Πάντως κατά το τέλος αυτής της περιόδου είχε εντοπισθεί η ύπαρξη χρυσού κυρίως στη Β. Ελλάδα (Μακεδονία, Θράκη, Θάσο), τόσο σε αυτοφυή μορφή όσο και σε προσχωματικές αποθέσεις η απόληξη του οποίου συνδέθηκε με τα πρώτα μεταλλεία στον Ελλαδικό χώρο.
Τέλος οι ακριβείς πηγές που αφορούν τη λήψη χρυσού και τη χρήση του στους Μινωικούς και Μυκηναϊκούς χρόνους δεν είναι γνωστές.
Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι εισαγόταν και από άλλες χώρες κυρίως την Μ. Ασία και την Αίγυπτο πράγμα βεβαίως εύκολο λόγω της εκρηκτικής άνθησης του ελληνικού εμπορίου κατά την εποχή εκείνη. Εκτός όμως από το χρυσό και τα άλλα μεταλλεύματα όπως άργυρο, χαλκό, μόλυβδο, σίδηρο και άλλα κ.α. είχαν επίσης εντοπισθεί κατά την ίδια περίοδο τόσο στον κυρίως Ελλαδικό χώρο όσο και στα νησιά.
Κατά την διάρκεια των επόμενων τριών αιώνων (1125 π.χ. – 800 π.χ.) η μεταλλοτεχνία που είχε ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται από τους Μινωικούς χρόνους γνωρίζει μια καταπληκτική άνθηση γεγονός που αυξάνει τη ζήτηση των μετάλλων κυρίως δε του χρυσού του αργύρου και του χαλκού. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι ο χρυσός είναι ένα μέταλλο που αναφέρεται συχνά στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια.
Με την αυγή του 8ου π.χ. αιώνα αρκετά μεταλλευτικά κέντρα αρχίζουν να διαμορφώνονται και να αναπτύσσονται (Ροδόπη, Παγγαίο, Θάσος, Λαύριο, Κύθνος, Σέριφος, Σίφνος και αλλού). Την ίδια εποχή η Κύπρος εξακολουθούσε να παράγει χαλκό και άργυρο σε σημαντικές ποσότητες.
Δεν υπάρχει πάντως αμφιβολία ότι μεταξύ των μεταλλευτικών και μεταλλουργικών κέντρων της ελληνικής αρχαιότητας το Λαύριο βρίσκεται στην κορυφή όχι μόνον λόγω της σημασίας και της διάρκειας της δραστηριότητας του όσο και εξαιτίας των εκπληκτικών μεταλλευτικών και μεταλλουργικών μεθόδων που εφαρμόστηκαν κατά την μακραίωνη λειτουργία του αλλά και εξαιτίας της αξίας και σπουδαιότητας των θεαματικών πράγματι ευρημάτων της περιοχής.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι μέθοδοι και οι τεχνικές που εφαρμόστηκαν από τους αρχαίους Έλληνες κατά την μεταλλευτική και μεταλλουργική τους δραστηριότητα προκαλούν τον θαυμασμό. Κατά την περίοδο από τον 7ο π.χ. έως και τον 1ο π.χ. αιώνα παράχθηκαν στο Λαύριο τουλάχιστον 3.500 τόνοι αργύρου και 1.400.000 τόνοι μόλυβδου. Το μέγιστο της παραγωγής σημειώθηκε κατά την κλασική περίοδο που δεσπόζουν οι ηγετικές φυσιογνωμίες του Θεμιστοκλή και Περικλή.
Είναι άλλωστε καλά γνωστό ότι η αύξηση της παραγωγής αργύρου στο Λαύριο βοήθησε το Θεμιστοκλή να ναυπηγήσει τις απαραίτητες τριήρεις για να νικήσει στην ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.χ. και να δημιουργήσει ουσιαστικά την Αθηναϊκή αυτοκρατορία με τον χρυσό αιώνα του Περικλή που ακολούθησε.
Η δραστηριότητα στο αρχαίο Λαύριο διακόπηκε τελικά κοντά στο τέλος του 1ου αιώνα π.χ. Γύρω στα μέσα του 4ου αιώνα π.χ. ο Φίλιππος Β’ βασιλιάς των Μακεδόνων, άρχισε εντατική εκμετάλλευση των μεταλλίων χρυσού και αργύρου στο όρος Παγγαίο δημιουργώντας έτσι μια αυτοκρατορία και παρέχοντας στο υιό του Αλέξανδρο τη δυνατότητα να επιχειρήσει τις περίφημες προς την ανατολή εκστρατείες του μεταξύ του 334 και 323 π. χ.
Η επίδραση που είχαν οι μεταλλευτικές και μεταλλουργικές δραστηριότητες για την ανάπτυξη του πολιτισμού και της ισχύος της αρχαίας Ελλάδας αντανακλάται μεταξύ άλλων στο χρυσό αιώνα του Περικλή, της Πέλλας και των Αθηνών αλλά και στην πολιτιστική ακτινοβολία όλου του Ελλαδικού χώρου.
Οι αρχαίοι Έλληνες μεταλλευτές δεν διέθεταν άλλα μέσα από την εκπληκτική μυθική και πνευματική τους δύναμη με την οποία εξέφραζαν τη θέληση του ανθρώπου να προχωρήσει προς το πεπρωμένο του μ΄ένα σταθερό, θαυμαστό και εμπνευσμένο τρόπο.
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
- Λεωφόρος Ηρακλειδών 33 Ιαλυσός. Ρόδος
- 22410 90201
- info@geomuseum.gr
GALLERY
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Το καθήκον μου επιτάσσει να εκφράσω την εκτίμησή μου σε ορισμένα άτομα, σε αναγνώριση της βοήθειας και της υποστήριξής τους. Συγκεκριμένα, στη σύζυγό μου Annette Louise για την πολυετή υπομονή και βοήθειας της για το αποτέλεσμα, που ήταν η δημιουργία του Μουσείου Σταματιάδη, Ορυκτολογίας και Παλαιοντολογίας. Και στους γιούς μου Μανώλη και Αντώνη, οι οποίοι συμμετείχαν ενεργά στην έρευνα και μάλιστα έβγαλαν πολλά από τα εκθέματα, στο πλαίσιο των αποστολών τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.